- ἀκεόντως
- ἀκεόντως, Adv.A noiselessly, Hsch. [full] ἄκερα· ἔνδυμά τι πολυτελές, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκεόντως — noiselessly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέων — ἀκέων, ουσα (Α) σιωπηλά, αθόρυβα «βῆ δ ἀκέων παρὰ θῑνα» (Α 34) «ἀκέων δαίνυσθε καθήμενοι» (φ 89) «ἀκέουσα κάθησο» (Α 565). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέω ΙΙ ο τ. ἀκέων τής μετοχής χρησιμοποιείται στον Όμηρο ως επίρρημα. Βλ. ακή (ΙΙ). ΠΑΡ. αρχ. ἀκεόντως] … Dictionary of Greek